- καταλλακτήρια
- καταλλακτήριοςreconciliatoryneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλλακτήριος — καταλλακτήριος, ία, ον (AM) [καταλλακτήρ] 1. αυτός που ανήκει στην ανταλλαγή 2. αυτός που ανήκει στη συμφιλίωση, διαλλακτικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Καταλλακτηρία επίθ. τής Αφροδίτης … Dictionary of Greek